Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Βιβλίο

Μεγάλοι δρόμοι
Διηγήματα
Λένα Κιτσοπούλου
Εκδόσεις Μεταίχμιο
2010
Σελ. 227

«Τα μεγάλα ταξίδια και οι μεγάλες διαδρομές συμβαίνουν καμιά φορά μέσα σε λίγα τετραγωνικά μέτρα. Το μυαλό διανύει αποστάσεις τρελές την ώρα που τα πόδια μένουν καρφωμένα στο πάτωμα. Οι άνθρωποι των μεγάλων δρόμων παλεύουν με τη μοναξιά τους, επουλώνουν τις πληγές τους, σκοτώνουν το παρελθόν μέχρι που αυτό ξανάρχεται και τους χτυπά την πόρτα. Αγριεύουν και ημερεύουν όπως τα σκυλιά, ανάλογα με τις ορέξεις τους, έρμαια του χαρακτήρα τους, αυτής της αβύσσου που δεν την επέλεξαν, δεν αποφασίζουν για τίποτα, αντιδρούν μόνο στον συναγερμό του εγκεφάλου, όταν αυτός ενεργοποιείται και βουίζει μέσα στ’ αυτιά τους.»

Η Κιτσοπούλου με το τρίτο της έργο κατάφερε να μας δώσει μια περιγραφή του σύγχρονου Έλληνα, κυνική, αναρχική και ευφυέστατη. Πρόκειται για δέκα διηγήματα γραμμένα σε μια καθημερινή γλώσσα, σχεδόν πρωτόγονη που φτάνει στα όρια της σκληρότητας. Οι ήρωές της είναι εγκλωβισμένοι στα πάθη, τις αδυναμίες και τις επιθυμίες τους,. Η ίδια τους παραθέτει με διάθεση ξεγυμνώματος, χύμα, αλλά με συμπάθεια. Νέοι και μεσήλικες, γερασμένοι μέσα στις αγκυλώσεις τους, κλυδωνίζονται ανάμεσα στο θέλω και το μπορώ, ανάμεσα στην περιρρέουσα ηθική και την αναζήτηση για κάτι άλλο, καλύτερο κι ελπιδοφόρο. Άνθρωποι της θλιβερής επαρχίας ή χαμένοι στην πρωτεύουσα, που καταδυναστεύονται από το ψέμα και την τυραννική κληρονομιά τους.
Φαίνεται παράξενο αλλά το γλυκό και συνάμα θυμωμένο μουτράκι της συγγραφέα έχει ζήσει πολλά κι έχει απορροφήσει σαν σφουγγάρι οτιδήποτε συμβαίνει γύρω για να το αποτυπώσει με μανία και ταλέντο. Ο λόγος της αγριάδας στο γράψιμο είναι ο εσωτερικός της κόσμος, η ίδια δηλαδή. Παράλληλα, ανατρέπει αδιάκοπα την τραγωδία με ένα σαρκασμό που κόβει φλέβα. Αντιστρέφει την πραγματικότητα με επιδεξιότητα εντελώς ρεαλιστική. Δεν υπάρχει εδώ το εξυπνακίστικο τέχνασμα της φιλο-σουρεαλιστικής γραφής. Τίποτε μοντέρνο, ούτε μεταμοντέρνο. Ένα μπάχαλο. Όπως είναι η ζωή μας σήμερα.
Τα θέματα του βιβλίου, η μοναξιά, η κατάθλιψη, η κακοποίηση, τα παιδικά τραύματα, η ασχήμια, η περιθωριοποίηση, ο θυμός και ο πόνος ξεκαθαρίζουν μέσα στο βρισίδι, τον τσαμπουκά και την υπόδυση καθημερινών ρόλων. Το μεγάλο θέμα όμως είναι ότι τα πρόσωπα βιώνουν την απόλυτη απόγνωση πολλές φορές ασυνείδητα κι εμείς παρακολουθούμε την ανατριχιαστικά λεπτομερή αφήγηση με διαστροφική τρομολαγνεία. Οι «Μεγάλοι δρόμοι» , χαρακτηριστικό δείγμα νεοκαταραμένης λογοτεχνικής γραφής είναι βίαιο, ωμό, γκροτέσκο, χυδαίο και τραγικά αληθινό. Και το πλέον ανατριχιαστικό είναι ότι σε όλα τα διηγήματά της μέσα μπορούμε όχι μόνο να ταυτιστούμε με τα πρόσωπα αλλά και να καθρεφτιστούμε εμείς οι ίδιοι και τα πιο κρυφά μας πάθη.
Η ίδια σε συνέντευξή της μιλά για το τσεμπέρι της μήτρας και ορίζει την επικοινωνία των εγκεφάλων ως κοινή πατρίδα. Γράφει για τον έρωτα και από έρωτα και εξηγεί γιατί η μοναξιά μπορεί να είναι ελευθερία. Σημειώνει ότι η Ελλάδα σου ρουφά τα νιάτα και το αίμα αλλά εδώ μιλά και γράφει ελεύθερα. Ερωτεύεται και κάνει φίλους. Και εν τέλει, μέσα στη φύσει απαισιοδοξία της και στην αθλιότητα της κοινωνίας βλέπει να υπάρχει πάντα λίγο φως…

Βιβλίο

Απόψε δεν έχουμε φίλους
Σοφία Νικολαίδου
Εκδόσεις Μεταίχμιο
2010
Σελ. 272
Ο τίτλος είναι ένα σύνθημα από τις εξεγέρσεις των μαθητών και φοιτητών το Δεκέμβριο του 2008 στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης «Ένα μυθιστόρημα για τρεις γενιές Ελλήνων που προσπαθούν να ζήσουν τη ζωή τους, την ώρα που η Ιστορία δείχνει τα δόντια της. Γονείς και παιδιά, φοιτητές, μαθητές, πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, μπακάληδες και αλάνια, γιαγιάδες και υπάλληλοι, συνδικαλιστές και ουδετερόφιλοι μαθαίνουν μια και καλή πως πρώτα κοιτάς πού χύθηκε το αίμα σου και ύστερα διαλέγεις πλευρά. Ποια είναι η σωστή και ποια η λάθος απόφαση, όταν ο κόσμος γύρω καίγεται; Πώς τσακίζεται η θεωρία στην πράξη; Και ποιος μας βεβαίωσε, παρακαλώ, πως αυτή η χώρα ποτέ δεν πεθαίνει; » σημειώνει ο εκδότης.
Η αφήγηση παλινδρομεί ανάμεσα στο πριν και το μετά, ανάμεσα στην περίοδο της Κατοχής και τη δεκαετία του 1980, σμιλεύοντας σιγά σιγά την προσωπικότητα των χαρακτήρων και αντιπαραθέτοντας συνεχώς τα δύο άκρα του χρονικού φάσματος, για ν’ αποτυπώσει ευκρινέστερα την εξέλιξή τους.
Στο τρίτο της μυθιστόρημα η Νικολαίδου καταφέρνει να αρθρώσει ένα μεστό και ώριμο λόγο, να πειθαρχήσει τις αφηγηματικές τεχνικές της και να δώσει ένα ενδιαφέρον και αξιόλογο βιβλίο για μια ταραγμένη εποχή που λανθασμένα νομίζουμε ότι έχει παρέλθει. Όπως και σε άλλα παρόμοια θέματα καταρρίπτονται μύθοι , αλήθειες και ψέματα βαδίζουν παράλληλα στη σύγχρονη ιστορία των Ελλήνων και με τον πιο απλό τρόπο, με την ξεκάθαρη σκιαγράφηση χαρακτήρων και προσώπων ανασκαλεύουμε παλιές πληγές που κακοφορμίζουν ακόμα εθνική (;) και ατομική σύγχυση, ενοχή και πόνο. Συνοψίζει εύστοχα την ελληνική περιπέτεια (προπαντός την περιπέτεια των συνειδήσεων) από την Κατοχή ως τα τέλη της δεκαετίας του 1980 (παραλείπεται όμως η σκοτεινή περίοδος του εμφυλίου) διαλέγοντας ως παραδειγματική περίπτωση τις διεργασίες εντός της πανεπιστημιακής κοινότητας της Θεσσαλονίκης το ίδιο διάστημα.
Σ΄ ένα σχετικά μικρής έκτασης μυθιστόρημα η συγγραφέας, με ζηλευτή οικονομία έκφρασης κατορθώνει να καλύψει χρονικά μισόν αιώνα νεότερης ελληνικής Ιστορίας και μοιράζει την προσοχή της σχεδόν ισόνομα σε πολύ διαφορετικούς ανθρώπους διαφορετικών γενεών και συμπλέκει με πειστικό τρόπο τις τύχες τους σ’ έναν μύθο-σχόλιο για τις σχέσεις Ιστορίας, πολιτικής ταυτότητας και προσωπικού ήθους στην ειδική περίπτωση της σύγχρονης ελληνικής εμπειρίας. Σαφώς και τοποθετείται η συγγραφέας. Το πολιτικό ύφος (και ήθος) του βιβλίου συγκεντρώνεται στο πρόσωπο του καθηγητή Σουκιούρογλου (ένας από τους ακυρωμένους ήρωες της ιστορίας) και στην έρευνά του. Παράλληλα, άνθρωποι που θα φαίνονταν παρανοϊκοί στις μέρες μας (και ενδεχομένως να σκότωναν κατά συρροή αντίπαλους οπαδούς) ανερυθρίαστα καταδίκασαν σε εξευτελισμό ή και θάνατο συμπολίτες τους στο όνομα μια ιδέας (;) ή ενός αρρωστημένου πάθους.
Τελικά τίποτε δεν έγινε τόσο παλιά. Τα πρόσωπα ζουν ή κινούνται ανάμεσά μας. Οι πρωταγωνιστές μετανοημένοι ή αμετανόητοι ή αλλαξοπιστήσαντες εν μια νυχτί έχουν καθορίσει ο καθένας στον μικρόκοσμό του, την πορεία πολλών ανθρώπων, τη μοίρα ενός ολόκληρου λαού που εμπερικλείει τα πάντα: Δοσίλογους, εθνοσοσιαλιστές, ρατσιστές, αριστερούς, πασόκους, ιδεολόγους, ιδεολήπτες και ανένταχτους. Συγχυσμένοι άπαντες. Έννοιες όπως πατριώτης, προδότης, καιροσκόπος, θύμα και θύτης συγχέονται κάτω από το πρίσμα των προσωπικών παθών και της αδυναμίας να δούμε τα πράγματα έξω από το εγώ μας. Και τι θα πει λαός δηλαδή; Αυτός ο λαός δεν έχει πρόσωπο; Κι αν όπως λέει ο Σμέμαν έχει συλλογική ευθύνη, τότε η δικαιοσύνη του πώς ορίζεται; Στην αρχή του βιβλίου η συγγραφέας προτάσσει: «Όποιος θυμάται να του βγει το μάτι. Όποιος ξεχνάει να του βγουν και τα δυο.» Μήπως η μνήμη μπορεί να μας συνετίσει; Γιατί ποιος μας εγγυάται ότι αυτή η πατρίδα δεν πεθαίνει ποτέ; Μήπως με τη θνητότητά μας πρέπει να αναμετρηθούμε όλοι ;