Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Ἡ ἔναστρη φωτεινότητα Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἰσόρμησε πιὰ στὴν ἀπώτερη θλίψη μὲ δίχως ἔστω ἕνα τριαντάφυλλο μ᾿ ἐκεῖνα τ᾿ ἀκατέργαστα στὴν ὤχρα μεινεσμένα μάτια στὸ μισοσκέπαστο ἐρημόκκλησο σέρνοντας τὴ μεγάλη ἀνάπηρη σιωπὴ στὸ καροτσάκι τῆς ὁμιλίας ἀνέκαθεν ἤξερε τὴν ἄσωστη κατάσταση-: πὼς εἴμαστε καθημαγμένοι ἐρασιτέχνες τοῦ Πραγματικοῦ μ᾿ ἕνα μυστήριο ποὺ βεβηλώνει τὴ διάνοια διχάζοντας πρὶν ἡ δορὰ τῆς θάλασσας σηκώσει τὸ ἀνάστημα τοῦ Ἅδη. Πολύκρουνη ἡ θύελλα σπάζει τὰ ματογυάλια της κι ὁ μέγας τρόμος ἀδράχνει τὰ μελλούμενα σχηματίζοντας ἀποστήματα στὴ μνήμη. Κατάχαμα τῆς ἀσίγαστης σιγῇς ἕνα κινούμενο κειμήλιο-σκουλῆκι. Ἡ ζωὴ ποὺ μικραίνει: ἡ μεγάλη ἀλήθεια. Στὸν ὁποῦ πιάνει τὸ τσαπὶ γίνεται τσάπισμα στὸν ὁποῦ πίνει τὸ νερὸ γίνεται πιόμα. Ἔρχεται ἔαρ ἀειπάρθενο προφέροντας ἀρώματα κρατεῖ μία κατάμαυρη λεπτότατη κλωστὴ στὰ ὕπαιθρα τῆς νύχτας τὸ σημεῖο τοῦ γκιώνη ποὺ εἶν᾿ ἄγνωστο πέρα... Νίκος Καρούζος
Ποθώ το στόμα σου , τη φωνή , τα μαλλιά σου , Σιωπηλή πεινασμένη ενεδρεύω στους δρόμους , Το ψωμί δεν με τρέφει , η αυγή με ταράζει , Αναζητώ τον υγρό ήχο των βημάτων σου όλη μέρα . Ορέγομαι το λαμπερό σου χαμόγελο , Τα χέρια σου το χρώμα του άγριου σιταριού , Ορέγομαι τα χλωμά πετράδια των νυχιών σου , θέλω να καταφάω το δέρμα σου σαν ολόκληρο αμύγδαλο . Θέλω να καταφάω την ηλιαχτίδα που τρεμοπαίζει στην ομορφιά σου , Τη μύτη , άρχοντα του αλαζονικού σου προσώπου , θέλω να καταφάω την φευγαλέα σκιά απ τα ματόκλαδα σου . Και περπατώ πεινασμένη οσφραινόμενη το λυκόφως , Ψάχνοντας για εσένα , και τη ζεστή σου καρδιά , όπως το πούμα στη χέρσα ερημιά. Pablo Neruda
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ Ανάσκαψα όλη τη γη να σε βρω. Κοσκίνισα μες την καρδιά μου την έρημο• ήξερα πως δίχως τον άνθρωπο δεν είναι πλήρες του ήλιου το φως. Ενώ, τώρα, κοιτάζοντας μες από τόση διαύγεια τον κόσμο, μες από σένα - πλησιάζουν τα πράγματα, γίνονται ευδιάκριτα, γίνονται διάφανα - τώρα μπορώ ν' αρθρώσω την τάξη του σ' ένα μου ποίημα. Παίρνοντας μια σελίδα θα βάλω σ' ευθείες το φως. Ο ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΚΗΠΟΣ 'Έχω τρεις κόσμους. Μια θάλασσα, έναν ουρανό κι έναν πράσινο κήπο: τα μάτια σου. Θα μπορούσα αν τους διάβαινα και τους τρεις, να σας έλεγα πού φτάνει ο καθένας τους. Η θάλασσα, ξέρω. Ο ουρανός, υποψιάζομαι. Για τον πράσινο κήπο μου, μη με ρωτήσετε. Νικηφόρος Βρεττάκος