Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Τα χαρούμενα αγόρια της Ατζαβάρα
Μανουέλ Βαθκέθ Μονταλμπάν
Εκδόσεις Καστανιώτη
Μετάφραση Τάσος Ψαρρής
Σελ. 313
2010

Η Ατζαβάρα είναι ένα ορεινό χωριουδάκι κοντά στην ακτή της Ταραγόνας. Εγκαταλειμμένο σταδιακά από τους αρχικούς του κατοίκους, έχει καταληφθεί από ανθρώπους της πόλης, που μετατρέποντας τα μισογκρεμισμένα σπίτια σε μεγαλοπρεπείς επαύλεις, προσπαθούν να το μεταβάλουν σε θερινό τους παράδεισο. Εκεί περνούν τα καλοκαίρια τους κυρίως Καταλανοί αστοί, δημιουργοί, περίεργοι τύποι, οικογένειες, ζευγάρια ετεροφυλόφιλα και ομοφυλόφιλα, περαστικοί, με φόντο τον φρανκισμό και μια δικτατορία που φαινομενικά δεν τους έχει αγγίξει.
Οι στάβλοι γίνονται καθιστικά και οι αποθήκες υπνοδωμάτια και γραφεία στο γραφικό χωριό που αναστηλώνεται παράλληλα με τη δημοκρατική συνείδηση των περιστασιακών κατοίκων του. Η Ατζαβάρα λοιπόν γίνεται προορισμός και καταφύγιο γι’ αυτές τις ετερόκλητες ομάδες ανθρώπων κυρίως χάρη στις αυστηρά προσωπικές σχέσεις αλλά και στην ερωτική διαπαιδαγώγηση και στην υπό διαμόρφωση αστική συνείδηση των φιλελεύθερων αριστερών αλλά και του κοσμοπολίτικου πνεύματός τους, με κριτήρια τόσο ιδεολογικά όσο και βιολογικά. Οι συναντήσεις τους συνίστανται σε φανταστικές αποδράσεις και ηθικές και ψυχολογικές αβύσσους όπου κατεβαίνουν με αστάθεια και συγκεκριμένο πολιτισμικό υπόβαθρο. Η βαρκελωνέζικη υποκουλτούρα καθώς και τα επαρχιώτικα υπολείμματα υποπολιτισμικής αλαζονείας εκτονώνονται σε συζητήσεις για το μέλλον της Ισπανίας με δεδομένη την αρρώστια του Φράνκο αλλά και σε περίεργες ερωτικές περιπτύξεις και σε ακατάσχετη οινοποσία και γλέντια όπου τα προσωπεία εναγωνίως πασκίζουν να γίνουν πρόσωπα.
Χαρούμενα αγόρια με ιδιαιτερότητες, περιβολή που ενδύονται ανάλογα με το ρόλο και τα συναισθήματα της ομήγυρης, κομμάτια ενός παζλ που αδυνατούν να υπάρξουν αυτόνομα αλλά μπορούν να νοηματοδοτήσουν την παραμικρή ενέργεια του συνόλου. Συζητούν για το μέλλον με μια σχιζοφρενική μετεώριση ανάμεσα στις επιθυμίες τους και την πολιτική πραγματικότητα που εξακολουθεί να είναι φτιαγμένη στα μέτρα ενός απαρχαιωμένου φρανκισμού. Από τη μια η φιλελεύθερη τοποθέτηση που θα επιτρέψει χωρίς την κρατική παρέμβαση την απευθείας συνεργασία με δημιουργούς και στελέχη άλλων ευρωπαϊκών χωρών και από την άλλη η αθέλητη πολλές φορές απολιτική στάση, επίδραση από την εποχή της παραπληροφόρησης και της προκατάληψης. Οι αμφιλεγόμενοι αυτοί άνθρωποι δείχνουν να έχουν διπλή συνείδηση και διπλή ηθική. Αναζητούν τον ερωτικό τους προσανατολισμό με την ίδια περιέργεια που εικάζουν για τα αποτελέσματα του εκδημοκρατισμού της χώρας.
Χαρούμενα κορίτσια με καλή ανατροφή, ευχάριστα, έτοιμα να εκπλαγούν με επαναλήψεις, με την έπαρση και τις γνώσεις των μανάδων τους που προσπαθούν να τινάξουν από μέσα τους, βγαίνουν από την τελευταία μπουρζουαζία της χώρας, με θάρρος χειραφέτησης που ενίοτε επιτυγχάνεται άτσαλα και μεθούν συχνά με τα χαρούμενα αγόρια και με συνοδεία σαλάτες ρυζιού, άφθονο αλκοόλ και εναλλακτική ερωτική συμπεριφορά, τόσο προβλέψιμη όσο και καταλυτική.
Οι σεβιγιάνικοι χοροί, η παραλία, ο έρωτας, ο παροξυσμός αναζήτησης της ηδονής και του πόνου, η μοναξιά και τα όρια του εγώ αναμειγνύονται με έναν τρόπο που σε καθιστά αυτόπτη και αυτήκοο μάρτυρα μιας γενιάς 40ρηδων που οφείλουν να διέλθουν από την τελευταία τους εφηβεία για να μεταβούν από τη μηχανική μνήμη στην ωριμότητα και στη δημοκρατία των πολλών.
Το μυθιστόρημα του Μονταλμπάν δεν έχει πλοκή. Πρόκειται για τέσσερις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις με θέμα το καλοκαίρι του 1974 και τα γεγονότα που διαδραματίζονται στην Ατζαβάρα ανάμεσα στην παρέα των χαρούμενων αγοριών και κοριτσιών. Ένας αμόρφωτος νεαρός, από τη λαϊκή Φαμπρικέτα, μια καθηγήτρια Ιστορίας που αναζητεί τον έρωτα έξω από τον συμβατικό γάμο της, ένας συγγραφέας συμβιβασμένος με την ανάγκη επιβίωσης και μια ώριμη, φευγάτη γυναίκα, γόνος παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας.
Στρωτό γράψιμο, ελκυστικό ύφος, πυκνή γλώσσα και το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο μέχρι το τέλος. Οι τέσσερις αφηγητές δεν καταθέτουν απλώς πώς είδαν ή πώς συμμετείχαν στα γεγονότα αλλά αφορμούνται από αυτά για να καταδυθούν στους ενδότερους δικούς τους λαβύρινθους.

Έλενα Χρ. Σάββα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου